διχροϊσμός

διχροϊσμός
ο
η ιδιότητα μερικών ουσιών να παρουσιάζουν διάφορα χρώματα, ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία περνάει από μέσα τους το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ανδρέα Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”